παρακόλουθος

παρακόλουθος
-ον, Α
αυτός που ακολουθεί ως συνέπεια, ο επακόλουθος («παρακόλουθον δὲ ἔφασαν αὐτῷ πυρετὸν ὀξύν», Ρούφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀκόλουθος (πρβλ. κατ-ακόλουθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”